λορδωσικός

λορδωσικός
-ή, -ό [λόρδωσις]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λόρδωση
2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λόρδωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”